φεύγας

φεύγας
ο, Ν
1. αυτός που φεύγει, φυγάς
2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης
3. παροιμ. φρ. «τού φεύγα η μάννα ποτέ δεν κλαίει» — δηλώνει ότι ο δειλός ποτέ δεν διατρέχει κινδύνους, επειδή πάντα τούς αποφεύγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -ας (πρβλ. παπα-τρέχ-ας, χάχ-ας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”