- φεύγας
- ο, Ν1. αυτός που φεύγει, φυγάς2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης3. παροιμ. φρ. «τού φεύγα η μάννα ποτέ δεν κλαίει» — δηλώνει ότι ο δειλός ποτέ δεν διατρέχει κινδύνους, επειδή πάντα τούς αποφεύγει.[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -ας (πρβλ. παπα-τρέχ-ας, χάχ-ας)].
Dictionary of Greek. 2013.